Το παιχνίδι και ο πολιτισμός συνδέουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η πολιτιστική εμπειρία αρχίζει με την δημιουργική ζωή πoυ πρωτοεκδηλώνεται στο παιχνίδι. Για να υπάρξει όμως το παιχνίδι πρέπει να υπάρξει αυτός ο ενδιάμεσος χώρος για τον οποίο έχει μιλήσει ο Donald Winnicott.
Η μητέρα προσαρμόζεται στις ανάγκες του βρέφους ή του παιδιού της και αυτή η προσαρμογή δημιουργεί στο παιδί την πεποίθηση ότι η μητέρα είναι αξιόπιστη και συνεπώς ότι και οι άλλοι άνθρωποι θα είναι αξιόπιστοι. Στην αρχή αναπτύσσεται μία ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης, όταν η μητέρα μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να εξαρτηθεί το βρέφος από εκείνη, για παράδειγμα με το θηλασμό. Αυτές οι εμπειρίες δημιουργούν στο βρέφος μια αίσθηση παντοδυναμίας την οποία έχει ανάγκη σε αυτήν την αρχική φάση της ζωής τους. Στα παιδιά που δεν είχαν ποτέ την εμπειρία αυτών των πρώτων ψυχικών εξερευνήσεων (ίσως γιατί η μητέρα τους σε αυτήν την πρώιμη περίοδο δεν ήταν ψυχικά διαθέσιμη) υπάρχουν κενά στην αναπαράσταση του προλεκτικού σύμπαντός τους.
Η εμπιστοσύνη στην μητέρα είναι που δημιουργεί μια δυνατότητα για παιχνίδι απ” όπου ξεπηδάει η έννοια του μαγικού που προέρχεται από την αίσθηση παντοδυναμίας του βρέφους (D.Winnicott, 1971).
Αυτός ο ενδιάμεσος χώρος λοιπόν που ψυχικά αναπτύσσεται μεταξύ της μητέρας και του βρέφους, στη συνέχεια γίνεται χώρος χωρισμού: το βρέφος αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη μητέρα σαν «μη εγώ», δηλαδή σαν κάτι ξεχωριστό από εκείνο. Άρα αρχίζει να καταλαβαίνει ότι υπάρχουν αντικείμενα και φαινόμενα έξω από τον παντοδύναμο έλεγχο του. Αν λοιπόν υπάρξουν ερεθίσματα, το βρέφος ή το παιδί αρχίζει να ζει δημιουργικά και να χρησιμοποιεί πραγματικά αντικείμενα (εκτός της μητέρας). Συνεπώς η περιοχή χωρισμού αποτελεί τον χώρο όπου το βρέφος, το παιδί, ο έφηβος ή ο ενήλικας μπορεί δημιουργικά να γεμίσει με παιχνίδι που με τον καιρό γίνεται η απόλαυση της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Γίνεται λοιπόν ξεκάθαρο ότι για να υπάρξει δυνατότητα για πολιτιστική εμπειρία θα πρέπει να έχει υπάρξει αυτός ο χώρος και ο χρόνος όπου η μητέρα που μέχρι τότε προσαρμοζόταν απόλυτα στις ανάγκες του βρέφους της από αγάπη θα αρχίσει να μειώνει τον βαθμό της προσαρμογής τόσο λόγω της δικής της απεμπλοκής από έναν υψηλό βαθμό ταύτισης με το βρέφος της όσο και γιατί αντιλαμβάνεται την καινούργια ανάγκη του βρέφους να είναι αυτή πια ένα ξεχωριστό φαινόμενο (D.winnicott, 1956, 1971).
Η αρκετά καλή λοιπόν μητρική φροντίδα επιτρέπει αρχικά στο βρέφος να έχει την αυταπάτη λόγω της παντοδυναμίας του, ότι αυτό που δημιουργεί, υπάρχει πραγματικά. Στη συνέχεια η αρκετά καλή μητρική φροντίδα πρέπει να διαλύσει την αυταπάτη αυτή για να μπορέσει το παιδί να αναπτυχθεί ψυχικά. Πιο συγκεκριμένα, καθώς το βρέφος μεγαλώνει επέρχεται η διεργασία διάλυσης της αυταπάτης· εφόσον το παιδί δε νιώθει πια συγχωνευμένο με τη μητέρα και αντιλαμβάνεται ότι δεν ελέγχει τα φαινόμενα που το περιβάλλουν. Σε αυτό το φαινόμενο της αυταπάτης βασίζεται η μύηση στην εμπειρία, που είναι απαραίτητη για το παιδί.
Η αποδοχή όμως, αυτή της πραγματικότητας δεν ολοκληρώνεται ποτέ πλήρως. Υπάρχει πάντα δηλαδή μία πίεση προς την κατεύθυνση της σύνδεσης της εξωτερικής (αυτά που συμβαίνουν έξω από εμάς) με την εσωτερική (ψυχική) πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν δημιουργείται η ενδιάμεση (μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής πραγματικότητας) περιοχή της εμπειρίας.
Όταν το παιδί παίζει βρίσκεται σε αυτή την περιοχή και έτσι χάνεται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας με σκοπό να ανακουφιστεί από την πίεση που δημιουργεί η αποδοχή της πραγματικότητας. Μέσα από το παιχνίδι δημιουργεί ένα φανταστικό κόσμο σε μία προσπάθεια να κατανοήσει τον πραγματικό του κόσμο.
Τι γίνεται όμως με τον ενήλικα; και ο ενήλικας «παίζει» σε αυτή την ενδιάμεση περιοχή με τις τέχνες, τη θρησκεία, το δημιουργικό επιστημονικό έργο.
Ο Freud μας λέει: «Η πλέον προσφιλής και εντατική απασχόληση του παιδιού είναι το παιχνίδι, ίσως μπορούμε να πούμε ότι κάθε παιδί, όταν παίζει, συμπεριφέρεται σαν ποιητής, καθώς φτιάχνει τον δικό του κόσμο. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι το παιδί δεν παίρνει αυτό τον κόσμο στα σοβαρά, αντιθέτως αντιμετωπίζει το παιχνίδι του με απόλυτη σοβαρότητα και αναλώνει σε αυτό μεγάλα ποσά συναισθήματος. Το παιδί, παρόλη τη συναισθηματική επένδυση, ξέρει πολύ καλά να διαχωρίζει τον κόσμο του παιχνιδιού από την πραγματικότητα, και του αρέσει να συνδέει τα φανταστικά αντικείμενα και τις συνθήκες που επινοεί με απτά και ορατά αντικείμενα του πραγματικού κόσμου.» (Freud, 1907)
Αν σκεφτούμε λοιπόν τις τέχνες βλέπουμε ξεκάθαρα την ανάγκη του ενήλικα να επαναλάβει, με οδηγό το συναίσθημα, αυτή την κατασκευή φανταστικών κόσμων που όμως αντιμετωπίζει με μεγάλη σοβαρότητα και διαχωρίζει από την πραγματικότητα. Η ανικανότητα για φαντασία σημαίνει αποκλεισμό από την ανθρώπινη κουλτούρα. Στην ίδια λογική ο Vandenberg (1986) αναφέρει ότι το να είναι κανείς άνθρωπος και να ζει με τρόπο που έχει νόημα μέσα στον πολιτισμό του, απαιτεί να ζει μέσα σε ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο και αφηρημένο σύστημα, το οποίο είναι σε μεγάλο βαθμό φανταστικό.
Καθώς ο άνθρωπος μεγαλώνει παύει όμως να παίζει, παραιτείται φαινομενικά από την ηδονή που αντλούσε από το παιχνίδι. «Ωστόσο όποιος γνωρίζει την ψυχική ζωή του ανθρώπου, ξέρει ότι δεν υπάρχει κάτι πιο δύσκολο από το να παραιτηθεί κανείς από μια ηδονή από τη στιγμή που την έχει γνωρίσει. Στην ουσία λοιπόν δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από τίποτα απλώς ανταλλάσσουμε το ένα με το άλλο και ότι μοιάζει να συνιστά παραίτηση είναι στην πραγματικότητα ένα υποκατάστατο.» (Freud, 1907)
Έτσι ο άνθρωπος που ενηλικιώνεται και παύει να παίζει δεν εγκαταλείπει τίποτα άλλο παρά τη σύνδεση με τα πραγματικά αντικείμενα• αντί να παίζει φαντασιώνεται, ονειροπολεί για να καταλήξει στην τέχνη και την απόλαυση που αυτή προσφέρει.
Sigmund Freud (1907) Ο Ποιητής και η Φαντασίωση. Πλέθρον, 2011
Donald Winiccott (1971) Το Παιδί, το Παιχνίδι και η Πραγματικότητα. Καστανιώτης, 2000
Donald Winiccott (1958) Από την Παιδοψυχιατρική στην Ψυχανάλυση. Καστανιώτης, 2002
Ann Cattanach (1994) Θεραπεία μέσω του Παιχνιδιού. Σαββάλας, 2003