Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ

mnimi-stin-psychanalysi

Ο όρος μεταβίβαση σημαίνει μία διεργασία μέσω της οποίας μετατοπίζονται στο πρόσωπο του ψυχαναλυτή, συναισθήματα, επιθυμίες και σχήματα σχέσεων που είχαν άλλοτε βιωθεί κυρίως με “υπερεπενδεδυμένα” πρόσωπα του παρελθόντος. Η έννοια της μεταβίβασης ανακαλύφθηκε από τον Φρόυντ κατά τη θεραπεία, αλλά η ψυχαναλυτική παρατήρηση τον οδήγησε στη διαπίστωση ότι φαινόμενα μεταβίβασης εμφανίζονται στη ζωή όλων μας με αυθόρμητο τρόπο. Επόμένως κατά τον Φρόυντ, η ψυχανάλυση δεν δημιουργεί μεταβίβαση αλλά ένας βασικός ρόλος της είναι να την “αποκαλύπτει” στη συνείδηση (Φρόυντ, 1909-1910).

Αρχικά ο Φρόυντ απέδωσε στη μεταβίβαση αποκλειστικά τον χαρακτήρα της αντίστασης η οποία εμποδίζει την ανάκληση απωθημένων μνημών και επομένως αποτελεί ένα εμπόδιο στη θεραπεία (Φρόυντ, 1905). Στη συνέχεια όμως η άποψη αυτή τροποποιήθηκε προς μία πιο θετική, αναγνωρίζοντας στη διεργασία της μεταβίβασης ότι συνιστά έναν τρόπο αντιμετώπισης της ιστορίας του αναλυόμενου μέσα από την τωρινή σχέση του με τον αναλυτή. Στον τρόπο δηλαδή που σχετίζεται με τον αναλυτή του ο αναλυόμενος επαναλαμβάνει παλαιότερες σχέσεις με άλλα πρόσωπα (κυρίως με εκείνα των γονέων). Επίσης πολλές φορές οι σχέσεις του παρελθόντος εμφανίζονται όχι μόνο υπό τη μορφή αναμνήσεων αλλά και υπό τη μορφή πράξεων. Είναι αυτό που ονομάζουμε εκδραμάτιση.

Ο Λακάν συνεισφέρει μία άλλη διάκριση στο θέμα της μεταβίβασης. Η μεταβίβαση εκδηλώνεται συχνά μεταφιεσμέμη σε ισχυρά συναισθήματα όπως η αγάπη και το μίσος, η συναισθηματική αυτή ένταση μπορεί να λειτουργήσει ως αντίσταση στην θεραπεία (φαντασιακή διάσταση). Αντιθέτως η επανάληψη[1] της μεταβίβασης που δίνει τη δυνατότητα να αποκαλυφθούν τα σημαίνοντα της ιστορίας του υποκειμένου (συμβολική λειτουργία), βοηθάει τη θεραπεία να προχωρήσει.

Όσον αφορά την ασυνείδητη επίδραση που οι αναλυόμενοι ασκούν στους αναλυτές τους έχει σημασία να πούμε ότι όλοι (και όχι μόνο οι αναλυόμενοι) αναλαμβάνουμε ρόλους από το παιδικό παρελθόν τον άλλων. Αυτό που συμβαίνει κατ” εξαίρεση  στο θεραπευτικό-αναλυτικό πλαίσιο είναι ότι μας επιτρέπει να διακρίνουμε και να αποκαλύψουμε αυτούς τους ρόλους δηλαδή να εξετάσουμε τα ασυνείδητα δυναμικά με μεγαλύτερη λεπτομέρεια.

Η Brennan Pick στο συνέδριο της ΕΨΕ (2010), αναφέρει ότι όταν συναντιούνται δύο άνθρωποι δημιουργούν πάντα μία σχέση. Οι αντιδράσεις λοιπόν του αναλυτή απέναντι στις προβολικές ταυτίσεις του ασθενή είναι αναπόφευκτες. Ο αναλυτής αυτές τις αντιδράσεις οφείλει να τις αναλύει γιατι αλλιώς υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να αντιδράσει κ εκείνος περνώντας σε μια πράξη (εκδραματιση). Έτσι αποκτάει μεγάλη σημασία η δυνατότητα του αναλυτή να παλινδρομεί, να συνειδητοποιεί αυτό που συμβαίνει μέσα του, να το αναλύει και επιστρέφοντας να αποφασίσει τί θα μεταφέρει με ζωντάνια στον ασθενή χωρίς όμως να καταφεύγει σε εξομολογήσεις.

Το σύνολο λοιπόν των ασυνείδητων αντιδράσων του ψυχαναλυτή απέναντι στον ασθενή του και συγκεκριμένα απέναντι στην μεταβίβαση του ασθενή, ονομάζεται αντιμεταβίβαση. Ο Φρόυντ μάλιστα επισήμανε ότι “κανένας ψυχαναλυτής δεν μπορεί να πάει πιο μακριά από όσο του επιτρέπουν τα συμπλέγματα και οι εσωτερικές του αντιστάσεις”, πράγμα που σημαίνει βεβαίως ότι ο αναλυτής οφείλει να υποβληθεί σε προσωπική ανάλυση ο ίδιος.

Σύμφωνα με τον Winnicott (1947) η αντιμεταβίβαση είναι μία χρήσιμη πηγή πληροφοριών για το τί διαδραματίζεται σε διυποκειμενικό επίπεδο και επομένως την θεωρεί σημαντικό εργαλείο της κλινικής δουλειάς. Εντοπίζει δύο είδη αντιμεταβίβασης: Το ένα είναι μία παθολογική απάντηση εκ μέρους του αναλυτή (που προφανώς δεν βοηθάει την ανάλυση) και το άλλο περιγράφεται σαν “η αγάπη και το μίσος του αναλυτή» ως αντίδραση στην πραγματική προσωπικότητα και συμπεριφορά του ασθενούς.

Ο Giuseppe Scariati μιλώντας στο συνέδριο της ΕΨΕ(2011) αναρωτιέται: Ποιός αναλυτής δεν έχει νιώσει τουλάχιστον για μια μέρα, την ανικανότητα να ακούσει τους ασθενείς του, την ανικανότητα να δώσει μορφή στις προβολές τους και ταυτοχρόνως να μην έχει νιώσει ένα κατακλυσμιαίο και αυτόματο άγχος;

Εάν αυτές οι καταστάσεις από παροδικές γίνουν πιο μόνιμες, ο αναλυτής πρέπει να βοηθηθεί από την διαδικασία της εποπτεία αλλα και της δικής του προσωπικής ψυχανάλυσης. 

Για να δούμε τώρα δύο παραδείγματα για το πως λειτουργεί η μεταβίβαση σε μια κλινική δουλειά στη σχέση μεταξύ θεραπευτή και ασθενή.

Ο Βίκτωρας είναι ένας έφηβος που έρχεται για ψυχοθεραπεία με μία συστολή. Έχει ανάγκη να μιλήσει για αυτά που τον δυσκολεύουν όμως δεν ξέρει πως να τα βάλει σε λόγια. Νιώθει ότι γονείς του δεν τον ακούνε πραγματικά. Ότι ο καθένας είναι πολύ απασχολημένος με δικά του θέματα και δεν μπορεί να επικεντρωθεί στις ανάγκες του Βίκτωρα. Καθώς προσπαθεί να μου μιλήσει γι” αυτό μπερδεύει την συζήτηση και δημιουργεί σύγχυση. Προσπαθώ πολύ να κρατήσω το νήμα της κουβέντας αλλά είναι αδύνατο. Νιώθω ότι ο Βίκτωρας προκάλεσε να μην μπορώ και εγώ να τον ακούσω όπως ίσως φαντάζεται ότι δεν μπορούν να τον ακούσουν οι γονείς του.

Η κυρία Χ είναι μία νεαρή γυναίκα η οποία υποφέρει από ένα διάχυτο άγχος. Στην παιδική της ηλικία έχει υποστει παραμέληση. Δεν της έχει δοθεί το θετικό “καθρέπτισμα” από τους γονείς. Με τη μητέρα της είχε μια πολύ κοντινή σχέση η οποία όμως ηταν φτωχή σε ψυχικό επίπεδο, πράγμα που σχετιζόταν με την αδυναμία της μητέρας της να επεξεργαστεί τα μηνύματα του παιδιού της. Η κυρία Χ ήταν ναρκισσιστικά εύθραυστη, με δυσκολία να οριοθετήσει και να προβλέψει τα πράγματα. Αυτό την έκανε να θέλει να γαντζώνεται απάνω στους άλλους αλλά και επάνω σε εμένα, όπως ήταν  γαντζωμένη  επάνω της, η μητέρα της.

Πολλές φορές μετά τις συνεδρίες μας ένιωθα και εγώ ενα άγχος αδιεξόδου (σαν αυτό της ασθενούς μου) και ότι έπρεπε  να κάνω κάτι γρήγορα για να αλλάξουν τα πράγματα για εκείνη (όπως με απόγνωση εκείνη ζητούσε). Χρειαζόταν να αναλύσω αυτήν την  ένταση που μου ειχε μεταφερθεί μέσα από τη μεταβίβαση και εγώ βέβαια την είχα εισπράξει, για να μπορέσω να επιστρέψω κάτι από αυτή την εμπειρία πίσω στην ασθενή μου.

Η συνειδητοποίηση του άγχους αυτού και από πού προέρχεται βοήθησε την θεραπεία να προχωρήσει και την κυρία Χ να αρχίσει να επεξεργάζεται στη θεραπεία μέσα απο αντιστασεις και εκδραματίσεις τη σχέση με τη μητέρα της και τα συναισθήματα της γι αυτήν.

Βιβλιογραφία

      

J. Laplanche & J.B. Pontalis, “Λεξικό της Ψυχανάλυσης”, Κέρδος 1986.

Ψυχαναλυτικό περιοδικό «ΕκΤωνΥστέρων», Εξάντας, 2001.

D.Evans, “Εισαγωγικό λεξικό της Λακανικής Ψυχανάλυσης”, Ελληνικά Γράμματα 2005.

Ράκερ, «Μεταβίβαση και Αντιμεταβίβαση», Καστανιώτης,2007.

Σ.Φρόϋντ, » Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση», Επίκουρος, 1996.

[1] Με την έννοια της επανάληψης εννοούμε ότι η μεταβίβαση αποτελεί ένα είδος επανάληψης στο παρόν Ψυχικών καταστάσεων, δηλαδή ένα τρόπο αναβίωσης στο παρόν ξεχασμένων ασυνείδητων ψυχικών στάσεων.

One thought on “Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ

  • Πολύ ωραίο άρθρο. Προσωπική εμπειρία: Μετά από 6 μήνες ψυχοθεραπείας άρχισα να αισθάνομαι περίεργα απέναντι στην ψυχοθεραπεύτριά μου. Ότι με κοιτάζει περίεργα, κάτι μου συμβαίνει και διστάζει να μου το πεί, ότι είναι επικριτική απέναντί μου (αυτό δεν συνάδει καθόλου με την συμπεριφορά της ήταν απλά μια δική μου αίσθηση) και ότι περιμένει κάτι από μένα που δεν μπορώ να καταλάβω τί είναι και είμαι ταυτόχρονα και ανεπαρκής στο να το φέρω. Αφού της εξέφρασα τις σκέψεις μου αυτές, λέγοντάς της πως συμβαίνει καμιά φορά και όχι πάντα και ότι δεν έχει να κάνει με τα αληθινά γεγονότα, με ρώτησε από ποιόν έχω εκλάβει παρόμοια συμπεριφορά. Της απάντησα αμέσως πως ο πατέρας μου είναι ακριβώς έτσι μαζί μου. Ότι επιπλέον πάντα με παρατηρούσε ακόμα και από μακριά. Σαν συμπέρασμα βγήκε πως στα μάτια μου η θεραπεύτρια παίρνει τον δικό του ρόλο και όχι μόνο αυτό αλλά συμβαίνει ενίοτε και το αντίθετο. Την βάζω στον δικό μου ρόλο και παίρνω εγώ του πατέρα μου. Την κοιτάζω εξεταστικά και περιμένω να μιλήσει αντί εμού. Θεωρώ πως η συνειδητοποίηση της κατάστασης αυτής είναι κάτι πολύ θετικό για την πορεία της ψυχοθεραπείας και ότι θα βοηθήσει στο να ξεπεράσω τα συναισθήματα που έχουν αναπτυχθεί από αυτή την σχέση με τον γονιό μου και επιπλέον χαίρομαι που δόθηκε απάντηση στην περίεργη αίσθηση που μου έβγαζε τις τελευταίες φορές και θα λυθεί αυτό το εμπόδιο στην μεταξύ μας επικοινωνία.
    Αναρωτιέμαι άραγε πόσο εύκολο είναι από την στιγμή που γίνει η παραδοχή ότι συμβαίνει μεταβίβαση στην ψυχοθεραπεία, αυτό να ξεπεραστεί. Πόσο εύκολο είναι να σταματήσω να το κάνω τώρα που το γνωρίζω και το βλέπω. Θεωρώ ότι παίζει ρόλο και η αντιμετώπιση του θεραπευτή, πώς θα χειριστεί την μεταβίβαση που του κάνω εγώ ασυνείδητα. Για παράδειγμα η θεραπεύτριά μου πρότεινε στην επόμενη συνεδρία να μην μιλήσει καθόλου. Θεωρώ για να μήν την δώ πάλι ώς κριτή και να μήν μιλήσει αντί εμού.
    Ευχαριστούμε για το ωραίο άρθρο και τα εύστοχα παραδείγματα. Καλή συνέχεια στο έργο σας!

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *