ΕΦΗΒΕΙΑ: ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ

unnamedΠολλά έχουν γραφτεί για την εφηβεία. Η περίοδος με τις έντονες βιοσωματικές και ψυχοσυναισθηματικές αλλαγές έχει εμπνεύσει τα τελευταία χρόνια πολλούς μελετητές και ειδικούς τις ψυχικής υγείας.

Η εφηβεία είναι μια κρίση στη δική μας κουλτούρα και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σεξουαλική ωρίμανση δε συνοδεύεται από μία ανάλογη ψυχική ωρίμανση. Για να οδηγηθεί ο έφηβος προς την ψυχική ενηλικίωση γίνεται σημαντικό να εγκαταλειφθούν οι γονείς ως πρωταρχικά αντικείμενα αγάπης. Αυτό αποτελεί ίσως την πιο οδυνηρή αλλά  συγχρόνως και αναγκαία  προϋπόθεση για να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί το στάδιο της εφηβείας.

Καθώς το σώμα του εφήβου αλλάζει και επέρχεται η σεξουαλική ωρίμανση, δεν μπορεί πλέον να διατηρήσει την “αγνότητα” των σχέσεων που είχε με τους γονείς του στην παιδική ηλικία. Ο έφηβος πρέπει να “αποχωριστεί” τους γονείς του με το να “διαφοροποιηθεί” από εκείνους. Μέσα από την ανάγκη του αποχωρισμού, αναζητά να δοκιμάσει τα “οριά” του υιοθετώντας για παράδειγμα προκλητικές συμπεριφορές ή εναντιωνόμενος  στις γονεϊκές απαγορεύσεις.

Ο Winnicott θεωρεί ότι το να μεγαλώνει κανείς είναι μία επιθετική πράξη, διότι στην ιστορία κάθε εφήβου χρειάζεται να υπάρξει ένας συμβολικός φόνος, ο φόνος των γονιών. Λέμε “συμβολικός” διότι  αναφερόμαστε στο φόνο των γονεϊκών μορφοειδώλων δηλαδή στις γονεϊκές  αναπαραστάσεις που έχουν δημιουργηθεί ήδη από την παιδική ηλικία και στη συνέχεια έχουν εσωτερικευτεί.

Η οριστική λοιπόν “συμβολική” εγκατάλειψη αυτών των πρώτων αντικειμένων αγάπης δηλαδή της μητέρας και του πατέρα δημιουργεί ένα πένθος στον έφηβο, το οποίο όμως είναι απαραίτητο για τη φυσιολογική εξέλιξή του. Μόνο όταν καταρρεύσουν επιτυχώς αυτές οι παιδικές γονεϊκές  αναπαραστάσεις, θα αρχίσει μια διεργασία προς την κατεύθυνση της αναζήτησης σχέσεων εκτός της πατρικής οικογένειας, οι οποίες έχουν πιθανότητες να επιζήσουν. Φυσικά όλο αυτό που περιγράφουμε δεν είναι μια εύκολη διαδικασία. Όσο οι  γονεϊκές  αναπαραστάσεις υπήρχαν παντοδύναμες, το παιδί έπαιρνε από αυτές ικανοποίηση και σιγουριά. Η στιγμή όμως της απόρριψης είναι μία απώλεια για τον έφηβο που πλήττει και την σιγουριά απέναντι στον εαυτό του.

Οι γονείς πολλές φορές στην προσπάθειά τους να είναι κοντά στα παιδιά τους, γίνονται “συνένοχοι” και επιδιώκουν μία έντονη εγγύτητα η οποία τελικά δεν βοηθάει τους εφήβους να διαφοροποιηθούν και συνεπώς να αυτονομηθούν. Αυτό συμβαίνει όταν ασυναίσθητα ταυτίζονται με τον έφηβο, επιθυμώντας να διατηρήσουν τη ψευδαίσθηση της νεότητάς τους και τη συνέχιση της δικής τους εφηβείας. Στον αντίποδα βρίσκεται η δυσκαμψία και η συστηματική εχθρότητα όπου επίσης δυσκολεύουν τους εφήβους να συγκρουστούν. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα, οι γονείς είναι σημαντικό να μην εγκαταλείψουν τις πεποιθήσεις τους αλλά όταν τις μοιράζονται με τα παιδιά τους να έχουν κατά νου ότι σε κάποια φάση της εξέλιξής του ο έφηβος δεν μπορεί να δεχτεί τις ιδέες τους. Έχει όμως ανάγκη να γνωρίζει αυτές τις ιδέες και απόψεις που υποστηρίζουν οι γονείς του, ώστε να μπορέσει και ο ίδιος (ίσως και διαφοροποιούμενος) να διαμορφώσει τη δική του σκέψη.

Τέλος ας μην ξεχνάμε ότι ο έφηβος ακόμα και αν διεκδικεί την ανεξαρτησία του και προκαλεί τους γονείς του να απαντήσουν “βγάλε τα λοιπόν πέρα μόνος σου!”, έχει ανάγκη από προστασία και υποστήριξη, σε μια περίοδο που είναι ακόμα περίοδος ανάπτυξης, έστω και αν δεν αναγνωρίζεται σαφώς ως τέτοια όπως η παιδική ηλικία. Αν οι γονείς παραιτηθούν από αυτήν την ευθύνη, οι έφηβοι πρέπει να κάνουν ένα άλμα προς τα εμπρός για να φτάσουν σε μια απατηλή ωριμότητα, αλλά έτσι θα χάσουν το μεγαλύτερό τους πλεονέκτημα : την ελευθερία να έχουν ιδέες και να ενεργούν αυθόρμητα.

Mια ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία μπορεί να αποβεί πολύ βοηθητική για να αντιμετωπιστούν δυσκολίες στη ζωή των εφήβων και στη σχέση τους με τους γονείς. Σε πολλές περιπτώσεις όμως οι ίδιοι γονείς που ωθούν τον έφηβο για θεραπεία προκειμένου να εκφράσει τα προβλήματά του, ακόμα και τα πολύ βαθιά, είναι αυτοί που τελικά σαμποτάρουν τη θεραπεία του. Αυτό μπορεί να συμβεί γιατί καταρχήν δεν εμπιστεύονται το παιδί τους, επομένως και ούτε τον θεραπευτή στον οποίο το παιδί έχει βρει ένα δικό του χώρο να μιλήσει. Συνεπώς επιδιώκουν να έχουν “κρυφή” επικοινωνία με τον θεραπευτή προκειμένου (όπως θεωρούν) να διαχειριστούν τις δυσκολίες του παιδιού τους. Θα ήταν καταστροφή της θεραπείας και της εμπιστοσύνης που χρειάζεται να υπάρχει στη σχέση με έναν έφηβο εάν ο θεραπευτής γίνει “συνένοχος” της ανάγκης αυτής των γονιών να παραβιάσουν και να εισβάλλουν σε αυτόν τον ιδιωτικό χώρο της θεραπείας που ο έφηβος πασχίζει να χτίσει ως κάτι δικό του, με τη διαθεσιμότητα του θεραπευτή. Ο θεραπευτής δεν χρειάζεται να δώσει καμία εκπαιδευτική συμβουλή στους γονείς. Ο ρόλος του έγκειται στο να επιτρέψει στο παιδί να καταλάβει τον εαυτό του και να χρησιμοποιήσει προς όφελός του, τις εντάσεις που αντιμετωπίζει.

Σε άλλες περιπτώσεις οι γονείς σαμποτάρουν τη θεραπεία με το να κατηγορούν και να προσπαθούν να υποβιβάσουν τον θεραπευτή στα μάτια του εφήβου. Έτσι όμως αυτό που καταφέρνουν είναι να πλήττουν την αυτοπεποίθηση του εφήβου ο οποίος έχει επενδύσει τη θεραπεία του ως κάτι δικό του. Η Francoise Dolto μας μιλάει για τις ενοχές που δημιουργούν οι γονείς στον έφηβο επειδή είχε ανάγκη από ένα άλλο άτομο εκτός από τον πατέρα και τη μητέρα. Επίσης νιώθουν έξω από τα νερά τους εάν το παιδί τους αρχίσει να απελευθερώνεται από την παιδική του εξάρτηση προς αυτούς και στην προσπάθεια αυτή γίνει πιο επιθετικό. Δυστυχώς οι γονείς ζηλεύουν, μας λέει η Dolto, εάν όμως αυτή η ζήλια και η έλλειψη εμπιστοσύνης οδηγήσει στην καταστροφή της θεραπείας, τότε τα πράγματα για τον έφηβο προμηνύονται πολύ δύσκολα.

 

Βιβλιογραφία

Αλαίν Μπρακονιέ & Ντανιέλ Μαρτσελί. Τα Χίλια Πρόσωπα της Εφηβείας, Αθήνα 2002

Francoise Dolto, Μεγαλώνοντας Σωστά το Παιδί σας ( τόμος 2), Αθήνα 1993

Cole, Michel & Cole Sheila R. H Ανάπτυξη των Παιδιών- Εφηβεία, Αθήνα 2002

Francoise Dolto, Ψυχανάλυση και Παιδιατρική, Αθήνα 2000

Winnicott D. Το Παιδί, η Οικογένεια και ο Εξωτερικός Κόσμος, Αθήνα 1976