ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ

forkforest

Ανορεξία: θεληματικός περιορισμός τροφής λόγω ενός έντονου φόβου από το άτομο μήπως παχύνει.

Βουλιμία: επανειλημμένα επεισόδια υπερφαγίας, στη διάρκεια των οποίων το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του, ώστε να σταματήσει να τρώει.

Σημαντική εξέλιξη σημειώθηκε σχετικά με την αντιμετώπιση των διατροφικών διαταραχών λόγω της αυξανόμενης σημασίας που αποδίδεται από τη διαγνωστική κιόλας φάση σε ιδιαίτερα ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερα στα παιδιά γίνεται φανερό μέσα από την κλινική εμπειρία πόσο ενσωματώνεται στην παθολογική συμπεριφορά του παιδιού η δυναμική των σχέσεων της οικογένειας η οποία και πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στη θεραπεία. Φυσικά με αυτό το άρθρο δεν θα εξαντλήσουμε το θέμα των διατροφικών διαταραχών το οποίο είναι πολύ ευρύ και με πολυάριθμες ψυχολογικές διαστάσεις.

«Όταν τρώω, το κάνω για να αποκτήσω μια αίσθηση», «χρειάζομαι να νιώσω κάτι εκείνη τη στιγμή και τρώω για να νιώσω τη γεύση», αναφέρουν μία νεαρή γυναίκα και ένας νεαρός άντρας μιλώντας για τα βουλιμικά τους επεισόδια. «Δεν μου αρέσει, καταβροχθίζω ενώ δεν έχω ανάγκη το φαί», «επειδή δεν μπορώ να απολαύσω τη ζωή τρώω, έχω ανάγκη αυτήν τη χειροπιαστή αίσθηση».

Οι παραπάνω φράσεις αναφέρονται από θεραπευόμενους στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν τι είναι αυτό που τους ωθεί στην βουλιμία. Πώς λοιπόν έχουμε φτάσει σε αυτές τις δυσκολίες;

Όταν η μητέρα βρίσκεται σε σύγχυση με τις ανάγκες του παιδιού και δεν μπορεί να νοηματοδοτήσει τα σήματα που παίρνει από εκείνο, τότε το παιδί χάνει την απόλαυση που παίρνει από τα πράγματα. Για παράδειγμα το παιδί χρειάζεται το θηλασμό για να ζήσει αλλά και για να απολαύσει. Εάν η μητέρα δεν μπορεί να επενδύσει και να βάλει την ενέργειά της σε αυτήν την αλληλεπίδραση με το μωρό της, τότε το μωρό χάνει την ικανοποίηση για τη θρέψη και του μένει μόνο η κάλυψη της βιολογικής ανάγκης. Οπότε αποσυνδέεται η ανάγκη για τροφή από την απόλαυση και έτσι ως ενήλικας πια μπορεί να τρώει χωρίς όμως να απολαμβάνει. Τελικά η σχέση αυτή με το φαί ακολουθεί το άτομο και στις υπόλοιπες σχέσεις της ζωής του εφόσον δεν μπορεί να απολαύσει τα πράγματα πλήρως γιατί κάθε στιγμή απόλαυσης είναι σαν να «δηλητηριάζεται» και επομένως η ευχαρίστηση στη ζωή είναι σαν να είναι συνδεδεμένη άρρηκτα με τη δυσαρέσκεια.

Σε άλλες περιπτώσεις η μητέρα έχει την τάση να αντιμετωπίζει την οποιαδήποτε συναισθηματική ανάγκη του παιδιού άμεσα με χορήγηση τροφής. Το παιδί έτσι δεν προλαβαίνει να βρει τον απαραίτητο χρόνο αλλά και ψυχικό χώρο όπου θα φανταστεί αυτό που θέλει και χρειάζεται. Αντίστοιχα ως ενήλικας είναι μαθημένος να εκτονώνει το άγχος με τη λήψη τροφής επειδή δεν μπορεί να καταφύγει σε φανταστικές ή συμβολικές φαντασιώσεις.

«Όταν θύμωνα το θεωρούσα πολύ κακό», «οι γονείς μου δεν τσακώνονταν ποτέ» αναφέρει ένα κορίτσι με ανορεξία.

Φαίνεται από την ιστορία της οικογένειας ότι η επιθετικότητα δεν συμπεριλαμβάνεται καθόλου στο φάσμα της έκφρασης των σχέσεων.

Στην ανορεξία οδηγεί η επιθυμία των γονιών το παιδί να είναι τέλειο. Τότε γίνεται μια αντιστροφή αιτήματος: ο γονιός ζητάει από το παιδί, αντί να ζητάει το παιδί από το γονιό, αλλά τότε το παιδί δεν μπορεί να νιώσει ότι υπάρχει αν δεν ικανοποιεί τις επιθυμίες των γονιών.

Τελικά αναπτύσσονται αισθήματα ανεπάρκειας, όπως παρατηρούμε από την κλινική εμπειρία: «Νιώθω άχρηστη και ανίκανη, φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω». Οι έφηβοι ή νεαροί ενήλικες καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες ενέργειας για να καταπολεμήσουν αυτά τα συναισθήματα και να προσεγγίσουν τη φυσιολογικότητα αλλά και την τελειομανία. Άλλωστε όπως υπογράμμισε και ο Decourt, τα αισθήματα ανεπάρκειας, ανικανότητας και κενού που παρατηρούμε στην ψυχογενή ανορεξία συνδέονται με το φόβο ότι δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της μητέρας, τον οποίο οι έφηβοι ή νεαροί ενήλικες έχουν διαισθανθεί από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους και ιδιαίτερα όσον αφορά στον εκπαιδευτικό τομέα παρ’ όλες τις καλές τους επιδόσεις.

Φυσικά το πιο δύσκολο λόγω της σημασίας του για έναν νέο άνθρωπο με αυτές τις αδυναμίες, είναι οι σχέσεις με τους άλλους. Σύμφωνα με τον J.-L. Venissé, υπάρχει μια προοδευτική αναδίπλωση του ανόρεκτου ή βουλιμικού ανθρώπου στον εαυτό του ως απόρροια της συναισθηματικής αναστολής και δυσκολίας να βρει μια ικανοποιητική απόσταση στις σχέσεις με τους άλλους. Για παράδειγμα, πολλές φορές ακούμε από τους θεραπευόμενους: «Nιώθω σαν να είμαι λίγο έξω από τα πράγματα και να τα παρακολουθώ από μακριά» ή «επηρεάζομαι πολύ από τους άλλους, είμαι πολύ ευαίσθητος στη γνώμη ή την κριτική τους».

Είναι σημαντικό να υπάρξει ψυχοθεραπευτική βοήθεια, ιδιαίτερα στους νέους που βασανίζονται από διατροφικές διαταραχές διότι το ψυχολογικό υπόβαθρο που αυτές προϋποθέτουν (φυσικά ο κάθε ένας έχει τη δική του προσωπική ιστορία) ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια της ζωής, εμποδίζει την εξέλιξη και δημιουργεί ένα βίωμα απομόνωσης στους ανθρώπους αυτούς που νιώθουν τον εαυτό τους οδυνηρά διαφορετικό από τους άλλους.

Βιβλιογραφία

Bruch H., «Τα μάτια και η κοιλιά» (Les yeux et le ventre), Paris, Payot, 1975.

Venissé J.L., «Η Ψυχογενής Ανορεξία» (L’anorexie mentale), Αθήνα, Χατζηνικολή, 1987.

Μπούρα Μ., «Τρώει Τίποτα», Αθήνα, Εξάντας, 2004.

* Αναδημοσίευση από το lapsus.